-
1 треск
трескм1. τό τρίξιμο[ν], ὁ τριγμός:\треск су́чьев τό τρίξιμο των κλαδιών \треск кузнечиков τό τριζόνισμα· \треск выстрелов τό κροτάλισμα τών πυροβολισμών \треск барабана ἡ τυμπανοκρουσία· \треск мотора ὁ κρότος τοῦ μοτέρ·2. (шумиха) ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ὁ πάταγος:с \треском выгнать διώχνω μετά μουσικής, διώχνω κακήν-κακώς· ◊ с \треском провалиться ἀποτυγχάνω παταγωδώς. -
2 скрип
-а α.τριγμός, τρίξιμο•скрип колс το τρίξιμο των τροχών.
-
3 δόντι
τό1) зуб;πρώτα δόντια — молочные зубы;
υστερινά δόντια — зубы мудрости;
εμπροσθινά (πίσω) δόντια — передние (коренные) зубы;
ψεύτικα δόντια — вставные зубы;
τό τρίξιμο των δόντιών — скрежет зубов;
βγάζει (αλλάζει) δόντια το παιδί — у ребёнка прорезаются (меняются) зубы;
βγάζω δόντι — вырывать зуб;
2) тех зуб, зубец;3) зазубрина;§ μιλώ όξω από τα δόντια — высказывать всё напрямик;
σκάζουν τα δόντια του — зубы чешутся;
μέσα απ' τα δόντια — сквозь зубы;
δεν είναι γιά τα δόντια μου (σου κ,λ.π.) — это мне (тебе и т. д.) не по зубам;
τρίζω τα δόντια μου — а) скрежетать зубами; — б) оскаливаться;
τρίζω ( — или δείχνω) τα δόντια — показывать зубы, огрызаться;
έχω γερά δόντια — или κόβει το δόντι μου — иметь крепкие зубы; — уметь за себя постоять;
κρατώ κάποιον με τα δόντια — держаться (зубами) за кого-л.;
η ψυχή μου πηγε στα δόντια μου — душа в пятки ушла;
με την ψυχή στα δόντια — еле жив;
μοβ πονεί το δόντι γι' αυτή — я неравнодушен к ней; — я влюблён в неё;
οπλισμένος ως τα δόντια ( — или μέχρι οδόντων) — вооружённый до зубов;
δεν έχει να ξύσει το δόντι του — у него ветер свистит в карманах
-
4 треск
-а α.1. τρίξιμο, τριγμός•треск льда τρίξιμο το πάγου.
|| κρότος•треск ружейных выстрелов ο κρότος των πυροβολισμών•
пулемётный треск ο κρότος των πολυβόλων•
треск мотора κρότος του κινητήρα•
треск грома η βροντή, το μπουμπούνισμα•
треск барабана το τυμπάνισμα•
треск кузнечника τριζόνισμα.
2. μτφ. θόρυβος, φασαρία• πάταγος.3. μτφ. μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη• μαγαλαυχία.εκφρ.с -ом провалиться – αποτυχαίνω παταγωδώς•с -ом выгнать – διώχνω κακήν-κακώς. -
5 скрежет
скрежетм τό τρίξιμο:\скрежет зубо́в τό τρίξιμο (или ὁ τριγμός) τῶν δοντιών.
См. также в других словарях:
κριγή — κριγή, ἡ (Α) 1. το τρίξιμο τών δοντιών 2. το τρίξιμο που έκανε, κατά τις αρχαίες δοξασίες, η ψυχή όταν αποχωριζόταν από το σώμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλαῡξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός τού κρίζω < θ. κριγ (πρβλ. ἔ κριγ ον, αόρ. β τού … Dictionary of Greek
άραβος — ἄραβος, ο (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. κρότος, χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία … Dictionary of Greek
βρυγμός — ο (AM βρυγμός) [βρύκω] το τρίξιμο των δοντιών (αρχ. μσν.) ο βρυχηθμός … Dictionary of Greek
βρυχή — βρυχή, η (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. ο βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρύχω με τη σημ. 1. και < βρυχώμαι με υποχωρητικό σχηματισμό με τη σημ. 2.] … Dictionary of Greek
βρυχομανία — η η συνήθεια να τρίζει κανείς τα δόντια του, κυρίως στον ύπνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχή «τρίξιμο των δοντιών» + μανία] … Dictionary of Greek
κρουσμός — (I) ο [κρούζω] σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια. (II) κρουσμός, ὁ (AM) μσν. χτύπημα, σύγκρουση αρχ. 1. η κρούση έγχορδου οργάνου 2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» τρίξιμο τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ κρουσ α) + κατάλ. μός (πρβλ … Dictionary of Greek
οδοντισμός — ὀδοντισμός, ὁ (Α) [οδοντίζω] τρόπος με τον οποίο έπαιζαν τον αυλό μιμούμενοι το τρίξιμο τών δοντιών τού φιδιού Πύθωνα … Dictionary of Greek
πρίσις — ίσεως, ἡ, Α [πρίω] 1. η ενέργεια τού πρίω, πριόνισμα 2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο 3. φρ. «πρῑσις ὀδόντων» τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου … Dictionary of Greek
Αφσεέγκο, Βασίλι Γρηγορίεβιτς — (1842 1911). Ρώσος λογοτέχνης και κριτικός. Γεννήθηκε και έζησε στην Πετρούπολη, όπου και ανέπτυξε μεγάλη λογοτεχνική δραστηριότητα. Τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του έζησε και στο Κίεβο, όπου σπούδασε φιλολογία. Στο πανεπιστήμιο δίδαξε το… … Dictionary of Greek
τριγμός — τριγμός, ο και τρισμός, ο τρίξιμο, ήχος από προστριβή δύο σκληρών σωμάτων: Τριγμός των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)